
Η ΕΛΜΕ Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου τοποθετείται με ανακοίνωσή της για το νέο σχέδιο νόμου για το δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ με ψήφισμα ζητά την αθώωση των διωκόμενων εκπαιδευτικών της ΕΛΜΕ Πειραιά.
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών με τίτλο:
«Αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των δημόσιων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων»
Σε μια περίοδο σοβαρών και επικίνδυνων εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο, σε ένα περιβάλλον οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας, εξαιτίας της πολιτικής που τα δίνει όλα στους λίγους αλλά και στο φόντο σφοδρών ανταγωνισμών, η Κυβέρνηση επιδιώκει να διαμορφώσει ένα ακόμα πιο ασφυκτικό και εκφοβιστικό πλαίσιο λειτουργίας και εργασίας των Δημοσίων Υπαλλήλων.
Δόθηκε στην ΑΔΕΔΥ για «διαβούλευση» το σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών με τίτλο: «Αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των δημόσιων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων». Είναι φανερή η προσπάθεια διαμόρφωσης ενός ακόμα πιο αντιδραστικού και εχθρικού Κράτους για τις ανάγκες και τις εργασιακές συνθήκες των εργαζομένων, ώστε να είναι πιο «αποτελεσματικό» στην προώθηση των στρατηγικών επιλογών των Κυβερνήσεων.
Το νέο σχέδιο νόμου εισάγει ένα αυστηρότερο πειθαρχικό πλαίσιο σε σχέση με τον ισχύοντα Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων. Όχι μόνο διατηρεί τις υφιστάμενες πειθαρχικές ποινές, αλλά τις επεκτείνει με νέες μορφές κυρώσεων, κυρίως σε μισθολογικό και οργανωτικό επίπεδο, όπως η αφαίρεση έως τεσσάρων μισθολογικών κλιμακίων, η στέρηση μισθολογικής εξέλιξης έως και 5 έτη, καθώς και η απαγόρευση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου με οποιονδήποτε τρόπο. Επιπλέον, ενισχύονται σημαντικά οι πρόσθετες ποινές με οικονομικά πρόστιμα που μπορούν να φτάσουν έως και 30.000 € ή ακόμη και 100.000 € σε σοβαρές περιπτώσεις οικονομικής φύσης.
Το πεδίο των πειθαρχικών παραπτωμάτων διευρύνεται και περιλαμβάνει πλέον ρητές προβλέψεις για τη «χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή ανάξια διαγωγή εντός ή εκτός υπηρεσίας»,
«την άρνηση συμμετοχής ή διευκόλυνσης της διαδικασίας αξιολόγησης για δύο συνεχόμενες
περιόδους», «τη δημόσια, γραπτή ή προφορική κακόβουλη άσκηση κριτικής προς την προϊστάμενη
αρχή». Εισάγεται παράλληλα για πρώτη φορά η υποχρέωση επιβολής ελάχιστης ποινής ανάλογα με τη βαρύτητα του παραπτώματος, ενισχύοντας τη λογική της τυποποιημένης πειθαρχικής αυστηρότητας.
Τέλος, οι προϋποθέσεις για την επιβολή της οριστικής παύσης όχι μόνο διατηρούνται, αλλά επεκτείνονται, με τρόπο που καθιστά την απόλυση πιο άμεση και πιο εύκολη. Προστίθενται νέοι λόγοι παύσης, ενώ αρκεί πλέον και μόνο το «πειθαρχικό ιστορικό» των τελευταίων ετών για να ανοίξει ο δρόμος της εκδίωξης. Η επαναλαμβανόμενη άρνηση συμμετοχής στην αξιολόγηση, η δημόσια κριτική προς την προϊσταμένη αρχή, ακόμη και η «ανάξια» ή «αναξιοπρεπής» συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας, αναγορεύονται σε λόγους οριστικής παύσης.
Δεν πρόκειται για μια απλή αυστηροποίηση των πειθαρχικών ποινών των Δημοσίων Υπαλλήλων αλλά για ένα απαράδεκτο, κυνικό και αντεργατικό σχέδιο, που στόχο έχει να ενισχύσει το κλίμα φόβου και τρομοκρατίας μέσα στους χώρους δουλειάς, να ποινικοποιήσει την συνδικαλιστική και πολιτική δράση, με στόχο να προχωράει η αντιλαϊκή πολιτική «άνευ αντιρρήσεως».
Με το άρθρο 20 του σχεδίου νόμου, αντικαθίστανται τα υφιστάμενα πειθαρχικά συμβούλια, που έτσι και αλλιώς στην σύνθεσή τους δεν έχουν πλέον αιρετούς εκπροσώπους των εκπαιδευτικών, με το νέο «Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα», το οποίο θα αποτελείται αποκλειστικά από νομικούς του ΝΣΚ, και πάλι χωρίς την εκπροσώπηση των αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων. Επίσης, στις μεταβατικές διατάξεις του νομοσχεδίου ξεκαθαρίζεται ότι για τα «πειθαρχικά παραπτώματα που έγιναν έως και τις 31/12/2025 ισχύουν οι διατάξεις του παλιού πειθαρχικού δικαίου».
Συναδέλφισσες-συνάδελφοι,
βρισκόμαστε μπροστά στην επιχειρούμενη ένταση της επιθετικότητας της Κυβέρνησης, της στοχοποίησης όποιου εργαζόμενου αγωνίζεται, στην προσπάθεια παρεμπόδισης και φίμωσης της συνδικαλιστικής δράσης, στην απόπειρα πλήρους υποταγής των εργαζόμενων στο Δημόσιο μέσα και από τις επιχειρούμενες αλλαγές στο πειθαρχικό δίκαιο. Επιχειρούν να εκφοβίσουν και να εκβιάσουν ξανά, με ευθύνες και διάφορων «προθύμων» που σπεύδουν να αναπαράγουν
τρομοκρατικά τα κυβερνητικά σχέδια. Είναι σαφές πως όλα τα παραπάνω αποτελούν αιτία πολέμου για τους εκπαιδευτικούς και όλους τους εργαζόμενους στο Δημόσιο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρούν να βάλουν φίμωτρο στους εργαζόμενους και να καταστείλουν τους αγώνες των Δημοσίων Υπαλλήλων και τη συνδικαλιστική τους δράση. Κι άλλοι στο παρελθόν το δοκίμασαν με ιδιώνυμα, με απειλές και ποινές — και απέτυχαν παταγωδώς. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Οι απαράδεκτες, αυταρχικές διατάξεις τους, που στην ουσία λένε «απαγορεύεται να μιλάς και να διεκδικείς», αποκαλύπτουν τον φόβο τους.
Φοβούνται, γιατί ξέρουν πως ένα μεγάλο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων δεν έχει συμβιβαστεί. Επιλέγει να σταθεί δίπλα στους εργαζόμενους, στον λαό. Όπως κάνουν οι χιλιάδες εκπαιδευτικοί που δίνουν έναν δίκαιο αγώνα ενάντια στην αντιεκπαιδευτική «αξιολόγηση» — έναν αγώνα που εδώ και πέντε χρόνια δεν μπορούν να τον σταματήσουν. Που επιλέγουν να διδάσκουν την επιστημονική και ιστορική αλήθεια, να λένε τα πράγματα με το όνομά τους, να αγωνίζονται.
Γι’ αυτό και καταφεύγουν σε τέτοια νομοθετήματα, πατώντας πάνω στο αντιδραστικό καθεστώς του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα. Δεν τους φοβόμαστε. Έχουμε το δίκιο με το μέρος μας και τη δύναμη του συλλογικού μας αγώνα. Δηλώνουμε ακόμα μια φορά με σαφήνεια. Όλοι και όλες όσοι συμμετέχουμε στην Απεργία-Αποχή της ΑΔΕΔΥ από την αντιεκπαιδευτική αξιολόγηση, ασκούμε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά μας στην Απεργία. Δεν διαπράττουμε πειθαρχικό παράπτωμα, ούτε αρνούμαστε κάποιο υπηρεσιακό καθήκον, είμαστε ΑΠΕΡΓΟΙ.
Καλούμε όλους τους εκπαιδευτικούς σε ετοιμότητα,
όλες τις Ομοσπονδίες του Δημοσίου σε αγωνιστικό ξεσηκωμό και συμπόρευση.
Να μην τολμήσει η Κυβέρνηση της ΝΔ να καταθέσει αυτό το απαράδεκτο σχέδιο νόμου.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ:
ΨΗΦΙΣΜΑ
Να αθωωθούν οι δυο εκπαιδευτικοί που διώκονται επειδή πήραν μέρος
στην απεργία-αποχή της ΕΛΜΕ Πειραιά για μέντορες/συντονιστές.
Δεν θα περάσουν η τρομοκρατία και οι διώξεις.
Στις 30/6 εκδικάζεται στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Αττικής η παραπομπή των συναδέλφων Σπύρου Πουλή και Νίκου Τζιανάκη, μετά από πειθαρχική διαδικασία που ξεκίνησε ο ΔΙΔΕ Πειραιά τον Οκτώβριο του 2022. Πρόκειται για τους δύο συναδέλφους, που τότε εκτελούσαν χρέη διευθυντή σχολικής μονάδας (3ο Γυμνάσιο Περάματος και 8ο Γυμνάσιο Πειραιά αντίστοιχα) και πήραν μέρος στην Απεργία-Αποχή που κήρυξε η ΕΛΜΕ Πειραιά από τον θεσμό των μεντόρων και των συντονιστών εκπαιδευτικού έργου. Στα πλαίσια της νόμιμα προκηρυχθείσας απεργιακής κινητοποίησης, απείχαν από τα καθήκοντα που όριζε η σχετική εγκύκλιος και συνεπώς, όντας απεργοί, δεν όρισαν μέντορες και συντονιστές στη σχολική τους μονάδα.
Πρόκειται για μία από τις πρώτες προσπάθειες τότε της κυβέρνησης της ΝΔ, του ΥΠΑΙΘΑ και της ΔΙΔΕ Πειραιά να ποινικοποιηθεί η συνδικαλιστική δράση, να χτυπηθεί το απεργιακό δικαίωμα. Προσπάθεια τρομοκράτησης που τότε έπεσε στο κενό, καθώς ξεδιπλώθηκε ένα τεράστιο κύμα αλληλεγγύης τόσο στον Πειραιά, όσο και πανελλαδικά, που στρίμωξε το ΔΙΔΕ Πειραιά, την κυβέρνηση και είχε φέρει ένα πρώτο θετικό αποτέλεσμα. Με βάση τις αντιδραστικές διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (κάθε υπόθεση που παραπέμπεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν αναπέμπεται) ορίστηκε, 2,5 χρόνια μετά, η εκδίκαση της υπόθεσης στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Αττικής.
Αξίζει να σημειώσουμε πως η απεργία της ΕΛΜΕ Πειραιά ουδέποτε προσβλήθηκε νομικά. Με βάση αυτό, είναι απόλυτα νόμιμη, καθώς η μόνη αρχή που μπορεί να κρίνει για το νόμιμο ή το παράνομο μίας απεργιακής κινητοποίησης, είναι η δικαστική, χωρίς βέβαια να τρέφουμε αυταπάτες και για το ρόλο της αστικής δικαιοσύνης. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός, πως το ΥΠΑΙΘΑ, προσέφυγε δικαστικά κατά της απόφασης της ΕΛΜΕ Πειραιά να κηρύξει στάση εργασίας από τις υποχρεωτικές υπερωρίες.
Οι αποφάσεις των όποιων Διοικητικών παραγόντων του ΥΠΑΙΘΑ, δηλαδή του εργοδότη μας, που από μόνοι τους, αποφαίνονται για τη νομιμότητα ή όχι μίας απεργιακής κινητοποίησης, πέρα από όλα τα άλλα, είναι και παράνομες και αντισυνταγματικές, ακόμα και με το σημερινό απεργοκτόνο, αντιδραστικό θεσμικό πλαίσιο που υπάρχει. Οι συνάδελφοι ουδέποτε υπέπεσαν σε κάποιο υπηρεσιακό παράπτωμα, αλλά πήραν μέρος σε απεργιακή κινητοποίηση που κήρυξε με όλα τα τυπικά μέτρα το σωματείο τους.
Άλλωστε, ουδέποτε τούς στερήθηκε το δικαίωμα να θέσουν εκ νέου υποψηφιότητα στις κρίσεις των Διευθυντών Σχολικών Μονάδων, κάτι που δεν θα ήταν εφικτό, αν είχαν υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα.
Είναι ξεκάθαρο πως η κυβέρνηση, στριμωγμένη από τον αγώνα των εκπαιδευτικών, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, έχει επιλέξει το δρόμο της ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης, των πειθαρχικών, αλλά και της άρσης της μονιμότητας των Δημοσίων Υπαλλήλων (την ώρα που το 1/3 των εκπαιδευτικών είναι συμβασιούχοι και λείπουν εκπαιδευτικοί ακόμα και στο τέλος του σχολικού έτους). Οξύνουν την καταστολή και τον αυταρχισμό, την ώρα που δυναμώνει η αντιλαϊκή πολιτική της ακρίβειας, της φοροληστείας, η πολιτική που θεωρεί κόστος τα μέτρα ολοκληρωμένης προστασίας από φυσικές καταστροφές, της υποβάθμισης της υγείας, αλλά και της ενεργούς πολεμικής εμπλοκής της χώρας μας στα επικίνδυνα πολεμικά σενάρια που μακελεύουν τους λαούς για τα κέρδη των εφοπλιστών, των βιομηχάνων.
Καλούμε όλα τα εκπαιδευτικά σωματεία, την ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ, να στηρίξουν με κάθε τρόπο τους δύο διωκόμενους συναδέλφους μας.